26 Μαρτίου 2016

Σχολικός εκφοβισμός: Τι είναι και πως να τον αντιμετωπίσετε.

Όπως προκύπτει από τα μέσα ενημέρωσης, η ροπή των νέων προς την παραβατικότητα είναι ένα από τα μεγαλύτερα "αγκάθια" της σύγχρονης εποχής. Επηρεασμένοι από την επικαιρότητα, στο σημερινό άρθρο, θα αναφερθούμε στην πιο συχνή μορφή εκδήλωσης αυτού του φαινομένου, τον εκφοβισμό ή θυματοποίηση (bullying) στο χώρο του σχολείου. Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές του διαστάσεις και τη δυσκολία κατανόησής του, κρίνεται απαραίτητο να περιγράψουμε, αρχικά, τις συμπεριφορές που περιλαμβάνει ο σχολικός εκφοβισμός και να διαχωρίσουμε του μαθητές ανάλογα.

Το πρόβλημα της νεανικής εγκληματικότητας άρχισε να απασχολεί τον κόσμο των ειδικών και το ευρύτερο κοινό τα τελευταία χρόνια μετά από μερικά έντονα ξεσπάσματα εφηβικής επιθετικότητας, απειθαρχίας, καθώς και εκδηλώσεων αντικοινωνικής συμπεριφοράς μέσα στο σχολείο. Τα φαινόμενα αυτά υποδηλώνουν ότι οι ηλικίες κατά τις οποίες οι νέοι "εγκληματούν" μπορεί να ξεκινούν από τα πρώτα χρόνια του παιδιού στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και να φτάνουν μέχρι και το 21ο έτος. Σημαντικό, όμως, είναι στο σημείο αυτό να συνειδητοποιήσουμε και να διαχωρίσουμε πότε αναφερόμαστε σε τυχαία περιστατικά που συνέβησαν μία φορά και πότε πρόκειται για σχολικό εκφοβισμό ή θυματοποίηση, οπότε θα πρέπει και να παρέμβουμε.

Ο σχολικός εκφοβισμός μελετήθηκε αρχικά στις σκανδιναβικές χώρες από τον Dan Olweus στη δεκαετία του 1970. Ο Olweus αναφέρει πως κάποιος θυματοποιείται, όταν "εκτίθεται επανειλημμένως και για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αρνητικές πράξεις εκ μέρους ενός ή περισσότερων μαθητών". Αρνητικές πράξεις θεωρούνται "τα άσχημα και δυσάρεστα λόγια, η κοροϊδία και το κάλεσμα με κακόβουλα ονόματα που πληγώνουν τον άλλο", "η παντελής αγνόηση ή ο αποκλεισμός από την αμάδα των φίλων ή ο εσκεμμένος αποκλεισμός από τα δρώμενα", "τα χτυπήματα, οι κλωτσιές, ο παραμερισμός ή  οι απειλές", "τα ψέματα ή η διάδοση ψευδών πληροφοριών, η αποστολή κακόβουλων σημειωμάτων, η προσπάθεια για να αντιπαθήσει το σύνολο κάποιον" και άλλα παρόμοια. Ο όρος, επομένως, ενέχει επαναλαμβανόμενες σωματικές, λεκτικές, ψυχολογικές επιθέσεις ή ενέργειες κατατρομοκράτησης, πειθαναγκασμού και καταπτόησης. Τις περισσότερες φορές οι επιθέσεις αυτές απευθύνονται σε ένα "θύμα" το οποίο δεν μπορεί να αμυνθεί εξαιτίας είτε του μεγέθους του είτε της δύναμής του είτε της αριθμητικής υπεροχής του είτε της μειωμένης ψυχικής του ανθεκτικότητας.

Χαρακτηριστικά θυτών.

Οι θύτες συχνά είναι θετικά διακείμενοι προς τη χρήση της βίας έτσι ώστε να λύσουν μια προβληματική κατάσταση ή να πάρουν αυτό που θέλουν. Γενικότερα, πρόκειται για παρορμητικά άτομα, τα οποία νιώθουν μια ισχυρή ανάγκη να υπερισχύουν των άλλων, δε διαθέτουν ενσυναίσθηση (δεν μπαίνουν στη θέση του άλλου) για τα θύματά τους και συχνά δεν αντιλαμβάνονται πόσο επιθετικοί είναι. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι οι θύτες αισθάνονται πολύ καλά για τον εαυτό τους, τα επίπεδα άγχους τους και ανασφάλειας υπολογίζονται χαμηλά και θεωρούν τις πράξεις τους δικαιολογημένες, που επιβάλλονται να γίνουν δηλαδή, διότι να θύματα τούς προκαλούν κατά κάποιον τρόπο. Από πρόσφατες αξιολογήσεις προκύπτει ότι οι θύτες τείνουν να απολαμβάνουν μέτρια ή κάτι λιγότερο από μέτρια δημοτικότητα σε σχέση με τους συνομηλίκους τους. Συνήθως, περιτριγυρίζονται από μια εκλεκτή, μικρή ομάδα συνομηλίκων που τους μοιάζουν.


Χαρακτηριστικά θυμάτων.

Οι περισσότερες από τις επιστημονικές έρευνες που σχετίζονται με τα θύματα των περιστατικών βίας που διεξάγονται στο σχολείο, δείχνουν ότι τα παιδιά που είναι πιθανότερο να θυματοποιηθούν ξεχωρίζουν. Αυτό συμβαίνει, διότι τα παιδιά αυτά είναι σωματικά αδύναμα (ειδικά αν είναι αγόρια που φοιτούν στο δημοτικό), σχετικά εσωστρεφή, κοινωνικά αδέξιοι, εκπέμπουν αρνητισμό και έχουν λίγους φίλους ή καθόλου. Τα θύματα είναι συχνά αγχώδη, ανασφαλή και τείνουν να αποσύρονται και/ή να κλαίνε, όταν τους επιτίθενται. Το σημαντικότερο πρόβλημα, όμως, είναι η χαμηλή αυτοεκτίμησή τους. Αυτό συμβαίνει, διότι τείνουν να θεωρούν τον εαυτό τους αφελή, άσχημο και ανάξιο, και, συνήθως, λανθασμένα κατηγορούν τον εαυτό τους για τις επιθέσεις που δέχονται. Τα θύματα έχουν συχνά λίγους φίλους ή καθόλου, έτσι ώστε να τους υποστηρίξουν συναισθηματικά.

Θα πρέπει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι κάποιοι μαθητές μπορεί να είναι και θύτες και θύματα και αυτοί από μόνοι τους αποτελούν μια κατηγορία. 

Μία αξιοσημείωτη, διάσταση σχετικά με τη διάδοση του φαινομένου της σχολικής επιθετικότητας, που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, είναι η συμπεριφορά των παρατηρητών/παρευρισκομένων. Υπάρχουν κάποιοι μαθητές οι οποίοι πιστεύουν ότι δεν είναι δική τους αρμοδιότητα ή καθήκον να σχετιστούν με τα προβλήματα εκφοβισμού στο σχολείο αλλά ότι είναι υποχρέωση των δασκάλων και των άλλων μελών του προσωπικού του σχολείου. Οι παρευρισκόμενοι, συγκεκριμένα, που δεν εμπλέκονται ούτε ως θύματα ούτε ως θύτες ούτε ως θύτες/θύματα, κατέχουν ένα σημαντικό ρόλο, αφού μπορούν να επηρεάσουν θετικά την κατάσταση είτε αναφέροντας το περιστατικό είτε σταματώντας το μόνοι τους.

Στη συνέχεια του άρθρου γίνεται αναφορά στα αίτια και στις επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού, όπως και στους τρόπους αντιμετώπισης και πρόληψης του φαινομένου. Διότι ποτέ δεν είναι αρκετή η αναγνώριση ενός προβλήματος και η εκτίμηση απλώς μιας κατάστασης. Στόχος μας θα πρέπει να είναι ο αποτελεσματικός περιορισμός όσων μας δυσκολεύουν, με όσο το δυνατόν λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. 

Υπάρχουν, όμως, δύο προϋποθέσεις, που πρέπει να ικανοποιήσουμε αρχικά. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τα αίτια που οδηγούν στη σχολική βία, ώστε να επιτύχουμε την πρόληψη ευκολότερα. Μείζονος σημασίας είναι, επίσης, ο αντίκτυπος του φαινομένου στην υγεία των μαθητών ή/και των νέων αργότερα, καθιστώντας την ανάγκη για παρέμβαση επιτακτική.

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι δεν αρκεί απλά να κατηγοριοποιήσουμε και να στιγματίσουμε τους θύτες ή τα θύματα. Πρέπον είναι να επιζητήσουμε γιατί οι μαθητές φέρονται κατά αυτόν τον τρόπο. Η συχνότητα της χρήσης βίας στο σχολικό πλαίσιο μπορεί να εξαρτάται από τη γεωγραφική θέση της εν λόγω χώρας ή πόλης και τις κοινωνικοοικονομικές της συνθήκες. Μπορεί ακόμα να εξαρτάται από τον τύπο του σχολείου και κάποια χαρακτηριστικά των μαθητών, όπως είναι η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα, η κοινωνική τάξη, το οικογενειακό υπόβαθρο, οι πεποιθήσεις απέναντι στον εκφοβισμό και τυχόν ιδιαιτερότητες ως προς τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες (πχ. μαθησιακές δυσκολίες). 

Επιγραμματικά αναφέρεται:
  • Στα σχολεία, όπου τα παιδιά αναφέρουν ότι μένουν μόνα τους κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, ή όπου η υπερβολική επίδειξη αρρενωπότητας θεωρείται κομμάτι της κουλτούρας των μαθητών, τα επεισόδια εκφοβισμού είναι περισσότερα.
  • Στο οικογενειακό περιβάλλον, όταν παρατηρούνται έντονες συγκρούσεις μεταξύ των μελών, όταν οι τεχνικές πειθάρχησης ή επίλυσης προβλημάτων που ασκούν οι γονείς είναι επιθετικές, τότε η τάση επιθετικότητας των νέων αυξάνεται.
  • Τα παιδιά που έχουν υιοθετήσει θετική στάση απέναντι στη βία, συχνά εκφράζοντας στάσεις και πεποιθήσεις γονέων, είναι πιθανότερο να φερθούν επιθετικά.
  • Ως λοιποί παράγοντες αλλά εξίσου σημαντικοί θεωρούνται η ιδιοσυγκρασία του παιδιού, η τηλεόραση και οι εσφαλμένες αντιλήψεις γύρω από τον εκφοβισμό, όπως το ότι "δε βλάπτει" ή ότι "είναι κάτι φυσιολογικό".
Τα αγόρια, ολοκληρώνοντας, φαίνεται ότι εκφοβίζουν και θυματοποιούνται σωματικά πολύ πιο συχνά από τα κορίτσια, ενώ τα κορίτσια τείνουν να εκφράζουν την επιθετικότητα λεκτικά και να εισπράττουν αντίστοιχα τέτοιες συμπεριφορές.

Η συμπεριφορά της θυματοποίησης είναι μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά, η οποία μπορεί να υποβαθμίσει την ποιότητα του σχολικού περιβάλλοντος, να επηρεάσει τη σχολική επίδοση και την κοινωνική δραστηριοποίηση των ατόμων, να καταπονήσει συναισθηματικά τα άτομα που βιώνουν τη συγκεκριμένη μορφή παρενόχλησης και τέλος, σε ακραίες περιπτώσεις, να οδηγήσει σε βίαιες συμπεριφορές


Συνέπειες στους θύτες.

Οι μαθητές ή μαθήτριες που αναμειγνύονται ενεργά και παρατεταμένα σε επεισόδια εκφοβισμού, είναι πιθανό να συμπεριφέρονται έτσι στις σχέσεις τους κατά την ενηλικίωση. Επίσης, αναφέρεται ότι οι θύτες, σε σχέση με αυτούς που δεν εμπλέκονται σε εκφοβιστικά επεισόδια, είναι λιγότερο χαρούμενοι και συχνά βλέπουν τον εαυτό τους αρνητικά σε σχέση με τα ακαδημαϊκά, συναισθηματικά και τα οικογενειακά θέματα. Τέλος, επισημαίνεται ότι και οι θύτες και τα θύματα εκφοβισμού αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής είτε στο σχολείο είτε σε άλλες κοινωνικές ομάδες.

Ο εκφοβισμός αποτελεί μορφή αντικοινωνικότητας και έκφραση παραβατικής συμπεριφοράς που προκαλεί ανησυχία σε γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικούς και επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Η σωματική, συναισθηματική και ψυχολογική βία υπονομεύει την απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων και την εκμάθηση κοινωνικών κανόνων, την εξοικείωση με δεξιότητες επικοινωνίας αλλά και την ίδια τη μαθησιακή διαδικασία. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να δοθεί έμφαση στους τρόπους αντιμετώπισης και πρόληψης του φαινομένου.


Συνέπειες στα θύματα.

Οι μαθητές ή μαθήτριες που βιώνουν πιο έντονες τις συνέπειες του εκφοβισμού είναι τα θύματα. Εκτός από τον σωματικό πόνο που συχνά νιώθουν, ανάλογα με την ένταση του επιθετικότητας, μπορεί να αισθάνονται από μια απλή αίσθηση δυσφορίας μέχρι και θλίψη, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και πολύ περισσότερο όταν ετοιμάζονται για το σχολείο.  Σε πολλές περιπτώσεις αρνούνται να πάνε σχολείο (σχολική άρνηση) και μπορεί να αναπτύξουν σχολική φοβία. Είναι πιθανό να υποφέρουν από υψηλά επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και μοναξιάς. Συχνά τυγχάνει να υποφέρουν και από ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, στομαχόπονους, εφιάλτες, ενούρηση, κακή ποιότητα ύπνου, κρίσεις πανικού.


Αντιμετώπιση – Πρόληψη.

Κάποια ευρήματα που προέρχονται από σχετικές έρευνες προτείνουν ότι τα σχολεία θα πρέπει να ενισχύσουν την ανάγκη για προγράμματα που έχουν ως απόλυτο στόχο την καταστολή της παρενόχλησης και της θυματοποίησης, Τέτοια προγράμματα, πιο συγκεκριμένα, στοχεύουν σε παρεμβάσεις σε επίπεδο σχολείου, τάξης, μαθητών και κοινωνίας και περιλαμβάνουν τακτικές συζητήσεις σχετικά με κανόνες μέσα στις τάξεις για την αποτροπή του σχολικού εκφοβισμού και άλλες δραστηριότητες σχεδιασμένες που δεσμεύουν τους μαθητές να ασχοληθούν με τη μακροπρόθεσμη αλλαγή των στάσεων και των αντιλήψεων των συνομηλίκων τους σχετικών με τον εκφοβισμό. Περιλαμβάνουν ενημέρωση των γονέων σχετικά με τη σχολική πραγματικότητα και παροχή πληροφοριών με σκοπό να κατανοήσουν ή να ανιχνεύσουν ανησυχητικές συμπεριφορές. Συγχρόνως, προβλέπουν κάποιο είδος επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε, να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους, να διαμορφώσουν τις αντιλήψεις τους και να ενισχύσουν αναγκαίες δεξιότητες.

Προκειμένου να βοηθήσουν οι γονείς τα παιδιά τους, εφόσον έχουν αναγνωρίσει τη μη αποδεκτή συμπεριφορά, δε θα πρέπει ούτε να αδιαφορήσουν ούτε να γίνουν αυταρχικοί. Καλό θα ήταν να προτείνουν στα παιδιά διεξόδους για να αποφορτιστούν (πχ. κάποιο άθλημα), να επικεντρώνουν την προσοχή τους σε άλλες θετικές συμπεριφορές των παιδιών και να τους ενισχύουν (καλύτερα όχι με υλικό τρόπο) μόνο όταν κάνουν κάτι πραγματικά καλό.

Προϋπόθεση για την αντιμετώπιση και την πρόληψη του φαινομένου είναι η επικοινωνία και η συνεργασία όσων εμπλέκονται στην εκπαίδευση. Κάτι τελευταίο που προκύπτει ακόμα είναι ότι οποιαδήποτε επιθυμητή αλλαγή στη συμπεριφορά των μαθητών επιτυγχάνεται με ασφάλεια, όταν υπάρχει μια σχέση συνεργασίας μεταξύ σχολείου και οικογένειας, μέσα σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, που θα αποβαίνει πάντα προς όφελος του παιδιού.

Αν σας άρεσε το άρθρο ή έχετε κάποια απορία σχετικά με τον σχολικό εκφοβισμό μη διστάσετε να μας αφήσετε κάποιο σχόλιο παρακάτω και θα πάρετε απάντηση το συντομότερο δυνατό.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια, κριτική, κοπλιμέντα, αφορισμοί, μπινελίκια, δωροδοκίες και ό,τι άλλο θέλετε.