16 Απριλίου 2016

Το πένθος στα παιδιά και πως να το αντιμετωπίσετε.

Η γέννηση και ο θάνατος είναι οι σημαντικότερες στιγμές της ζωής μας. Τη μεν γέννηση την αντιμετωπίζουμε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, στο δε θάνατο "γυρίζουμε την πλάτη μας". Αδιαμφισβήτητα, είναι πάντα άσχημο το συναίσθημα που βιώνουμε όταν χάνουμε κάποιον που αγαπάμε. Αυτό είναι κάτι φυσιολογικό. Στην προσπάθεια, όμως, άρνησης ή κατανόησης του θανάτου έχουν δημιουργηθεί κατά καιρούς διάφορες προκαταλήψεις, οι οποίες εκφραζόμενες σε όλη τους την ισχύ, καθιστούν το πένθος "παθολογικό". Αυτό που αναδεικνύεται, δηλαδή, ως σημαντικό είναι ότι η στάση μας και οι αντιλήψεις μας απέναντι στο θάνατο επηρεάζουν σημαντικά τον αντίκτυπο του θανάτου στα παιδιά. 

Ως πένθος ορίζεται η λύπη και το κενό που αισθανόμαστε εξαιτίας της απουσίας ενός προσώπου. Ο αντίκτυπος του πένθους δεν είναι δεδομένος σε κάθε παιδί αλλά ποικίλει αρκετά ανάλογα με τη συναισθηματική του αντίδραση, η οποία κυμαίνεται από αδιαφορία μέχρι υπέρτατη θλίψη ή άγχος. Η κατανόηση ενός θανάτου για ένα νέο άτομο ξεκινά ως αφηρημένη έννοια ενός αποχωρισμού, έτσι ώστε καθώς θα αναπτύσσεται η έννοια αυτή να γενικεύεται και να επεκτείνεται, συμπεριλαμβάνοντας κι άλλες αφηρημένες έννοιες, όπως το αμετάκλητο του ανθρώπινου θανάτου, την έννοια της δικαιοσύνης και της αδικίας και πιθανά συναισθήματα, όπως η ενοχή. Το να ξεπεράσει ένα παιδί το πένθος αντανακλά σε μία γκάμα πολλών συναισθηματικών και γνωστικών παραγόντων, όπως είναι το φύλο, η ηλικία και η προσωπικότητα. Αυτοί οι ενδογενείς παράγοντες, σε συνδυασμό με την οικογένεια απαιτούν πρόσβαση σε κοινωνική υποστήριξη και πηγές της πολιτείας, και σίγουρα επιδρούν στην ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίζει το πένθος.

Το πολυποίκιλο εύρος του πένθους είναι καλά τεκμηριωμένο, και μπορεί να προκληθεί από το θάνατο ενός συγγενή ή κάποιον κάπως άγνωστο για το παιδί. Ένας ξαφνικός και τραυματικός θάνατος μπορεί να προκαλέσει περισσότερο θρήνο από ότι ένας αναμενόμενος, επικείμενος θάνατος. Σημαντικότερο παράγοντα, ωστόσο, αποτελεί η οικειότητα που είχε το παιδί με το εκλιπόν πρόσωπο. Όσο πιο συναισθηματικά δεμένο ήταν το παιδί μαζί του τόσο πιο οδυνηρή θα είναι η απώλειαΕπίσης, προηγούμενη εμπειρία σε κηδεία ή τελετουργική πράξη σε συνάρτηση με την πρόσβαση σε κατάλληλη υποστήριξη επιδρούν στη σοβαρότητα του πένθους.

Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για το αν τα παιδιά είναι σε θέση να παρουσιάζουν αντιδράσεις πένθους και προκύπτει ότι είναι δυνατό να παρουσιάσουν από πολύ νωρίς, από την ηλικία των 6 μηνών. Ένα παιδί μέχρι την ηλικία των 18-24 μηνών δεν αντιλαμβάνεται πλήρως ότι ένα άλλο πρόσωπο έχει μια ξεχωριστή ύπαρξη από τη δική του. Επομένως, πριν από την ηλικία αυτή, η αντίληψη της έννοιας του θανάτου μπορεί να υπάρχει, αλλά είναι πολύ ατελής. Μεταξύ της ηλικίας των δύο και πέντε ετών έχει επιτευχθεί εσωτερικά η μονιμότητα του αντικειμένου και το παιδί έχει καλύτερη αλλά ατελή αντίληψη της έννοιας του θανάτου και της οριστικότητάς του. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας παρουσιάζουν μερικές από τις αντιδράσεις θρήνου του ενηλίκου όμως υπάρχει ο κίνδυνος να πιστεύουν ότι η απώλεια είναι δική τους ευθύνη ή οφείλεται στο δικό τους κακό εαυτό. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε μπορεί να γυρίσει ή ότι εξακολουθεί να ζει, να σκέφτεται και να αισθάνεται εκεί που βρίσκεται. Δεν συνειδητοποιούν ότι το σώμα που πέθανε δε λειτουργεί.

Μεταξύ της ηλικίας των πέντε και επτά ετών το παιδί έχει μια σαφέστερη αντίληψη του θανάτου, διότι υπάρχει η σχετική γνωστική ανάπτυξη. Όμως δεν μπορεί να επεξεργαστεί τα έντονα συναισθήματα που προκαλούνται από την απώλεια. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας φαίνεται να είναι ιδιαίτερα εύθραυστα και ευάλωτα, επειδή η γνωστική τους ανάπτυξη είναι επαρκής για να αντιληφθούν τη μονιμότητα του θανάτου και τις επιπτώσεις του. Οι κοινωνικές τους όμως δεξιότητες δεν είναι αρκετά αναπτυγμένες, ώστε να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της απώλειας. Από την ηλικία των επτά μέχρι την εφηβεία το παιδί αρχίζει να παρουσιάζει αντιδράσεις πένθους που μοιάζουν με εκείνες του ενηλίκου. Αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και το ίδιο, είναι θνητοί και ότι ο θάνατος είναι μια σταθερή βιολογική πορεία της ζωής.

Μερικές από τις συχνότερες και απόλυτα φυσιολογικές εκδηλώσεις θρήνου στα παιδιά είναι:

  • Η άρνηση.
  • Η δυσπιστία (το παιδί θέλει να πιστέψει απελπισμένα ότι όλα είναι μόνο ένας εφιάλτης).
  • Η θλίψη.
  • Τα ξεσπάσματα θυμού ή δακρύων (πολλές φορές για ασήμαντο λόγο).
  • Διάφοροι φόβοι (φόβος αποχωρισμού από αγαπημένα πρόσωπα, φόβος για το σκοτάδι, κλπ).
  • Αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου και του φαγητού.
  • Αλλαγές στη συμπεριφορά (απομόνωση, εσωστρέφεια, επιθετικότητα, μείωση της απόδοσης στο σχολείο, ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, κλπ).
  • Η εκδήλωση συμπεριφορών προηγούμενων σταδίων ανάπτυξης (πιπίλα, ενούρηση, εξάρτηση από ενήλικες).
  • Η επίμονη αναζήτηση του ατόμου που πέθανε και συνεχείς σκέψεις γύρω από το θάνατό του.
  • Ενοχές για το θάνατο του αγαπημένου προσώπου.
  • Αίσθημα ανακούφισης, όταν έχει προηγηθεί παρατεταμένη περίοδος άγχους εξαιτίας του επικείμενου θανάτου.
  • Σωματικά συμπτώματα (πονοκέφαλοι, στομαχικές διαταραχές, αναπνευστικά προβλήματα, έξαρση αλλεργιών, κλπ).
  • Έντονες και παρατεταμένες σωματικές ενοχλήσεις ή άρνηση για το σχολείο.
Το κάθε παιδί έχει το δικό του τρόπο να θρηνεί. Δεν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος. Ο θρήνος, ως μια απόλυτα φυσιολογική αντίδραση, βοηθά το παιδί να αποδεχθεί την πραγματικότητα της απώλειας και να προσαρμοστεί σ’ αυτήν. Επίσης, το παιδί μπορεί να θρηνεί σε δόσεις, δηλαδή κατά διαστήματα, καθώς δεν μπορεί να αντέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα τα οδυνηρά συναισθήματα. Άλλωστε ο θρήνος αναβιώνει σε επόμενα στάδια της εξέλιξής του (κοινωνικά, συναισθηματικά, νοητικά). Επομένως, ενώ τη μια στιγμή μπορεί να είναι θλιμμένο, την αμέσως επόμενη παίζει ή γελάει. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αδιαφορεί ή έχει ξεπεράσει τη θλίψη του. Εκφράζεται έμμεσα στο παιχνίδι του, στις ζωγραφιές του, μέσα από τις αλλαγές στη συμπεριφορά του, στον ύπνο, στο φαγητό, στο σπίτι ή στο σχολείο και σπανιότερα μέσω του λόγου.

Όσον αφορά στην παρέμβαση, καλό θα ήταν να προλάβουμε κάποιες καταστάσεις μετριάζοντας έτσι την εμπειρία του πένθους. Για να προετοιμάσουμε τα παιδιά για το θάνατο μπορούμε να συζητάμε μαζί τους γι’ αυτό, εξηγώντας το οδυνηρό συναίσθημα και δείχνοντας ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε το θάνατο. Έτσι, μετά την εμπειρία του θανάτου, ο σημαντικότερος υποστηρικτής, ο γονέας οφείλει να ενημερώσει έγκαιρα και αξιόπιστα για την απώλεια, ώστε να κατανοήσει τι έχει συμβεί στο αγαπημένο του πρόσωπο. Μπορεί να το ενθαρρύνει να εκφράσει τα συναισθήματά του, να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του αγαπημένου του προσώπου συμμετέχοντας με το παιδί, στο βαθμό που επιθυμεί, στο οικογενειακό πένθος και να το κάνει να αισθάνεται ότι μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του και να επενδύσει σε άλλες σχέσεις.

Ένας ακόμη σημαντικός υποστηρικτής είναι ο εκπαιδευτικός. Μπορεί να σταθεί αρωγός για το παιδί και την οικογένεια με το να εκφράσει τη λύπη του σε προσωπικό επίπεδο και να δηλώσει τη διαθεσιμότητά του σε οτιδήποτε μπορεί να βοηθήσει. Διατηρεί μια πιο συχνή επικοινωνία με το οικογενειακό περιβάλλον, ώστε να υπάρχει ανταλλαγή πληροφοριών και ενημέρωση για την προσαρμογή του παιδιού τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι μετά την απώλεια, ενθαρρύνει τη συμμετοχή του παιδιού σε εκδηλώσεις, εκδρομές, γιορτές κλπ. Μπορεί να ακούσει το παιδί, αν απευθυνθεί σε αυτόν με κατανόηση και αποδοχή αλλά να σεβαστεί και την επιλογή του παιδιού, αν δε θελήσει να μοιραστεί κάτι μαζί του. Τέλος, παρατηρεί το παιδί έχοντας στο μυαλό του ότι πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά ή στην επίδοση, ακόμη και μετά από πολύ καιρό, μπορεί να συνδέονται με την απώλεια.

Από όλα τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι "το πένθος χρειάζεται χώρο" προκειμένου να ζήσουμε μαζί του, αφού αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν πρόκειται για ασθένεια και, όσον αφορά ειδικά στα παιδιά, η απώλεια που βιώνουν αποτελεί μέρος της φυσική εξέλιξης της ζωής. 

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια, κριτική, κοπλιμέντα, αφορισμοί, μπινελίκια, δωροδοκίες και ό,τι άλλο θέλετε.